- σφηνοειδής
- Είδος γραφής, γνωστό στην αρχαία νότια Μεσοποταμία, όπου κατοικούσαν Σουμέριοι, Ακκάδιοι, Ελαμίτες, Χετταίοι, Ασύριοι και Πέρσες. Ονομάστηκε έτσι από τους νεότερους ερευνητές, εξαιτίας των γραμμάτων της, τα οποία σχηματίζονταν από το συνδυασμό δύο ή περισσότερων σφηνών. Τα γράμματα της σ. γραφής χαράζονταν πάνω σε μαλακό πηλό, είχαν, αρχικά σε κατεύθυνση από τα δεξιά προς τα αριστερά και, αργότερα, από τα αριστερά προς τα δεξιά. Συλλαβογραφική γραφή, διαβάστηκε για πρώτη φορά, ύστερα από επίμονες προσπάθειες, από τον Γερμανό Γκρότενφεντ το 1802, και ακολούθησαν οι Μπιρνούφ, Λασέν, και κυρίως ο Ρόλινσον. Ως σήμερα έχουν ανακαλυφθεί πολλές επιγραφές σ. γραφής, οι κυριότερες από τις οποίες είναι εκείνες των Αχαιμενιδών, που βρέθηκαν στα ερείπια των ανακτόρων στα Σούσα και την Περσέπολη, καθώς και αυτές του τάφου του Δαρείου στην Περσέπολη.
* * *-ές, ΝΑαυτός που μοιάζει με σφήνα ως προς το σχήμανεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το σφηνοειδές(κρυσταλλ.) κρυσταλλική μορφή που απαντά στο μονοκλινές σύστημα και αποτελείται από δύο μη παράλληλες έδρες, συμμετρικές ως προς άξονα συμμετρίας 2ης ή 4ης τάξης2. φρ. α) «σφηνοειδής γραφή»γλωσσ. σύστημα γραφής που επινοήθηκε από τους αρχαίους Σουμερίους και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην αρχαία Μέση Ανατολή κατά τις τρεις τελευταίες χιλιετίες προ Χριστούβ) «σφηνοειδές δίκαιο» — το σύνολο τών νόμων που είναι γραμμένοι σε σφηνοειδή γραφή, το οποίο περιλαμβάνει τη νομοθεσία τών περισσότερων αρχαίων λαών τής Μέσης Ανατολήςγ) «σφηνοειδές οστό»ανατ. οστό τού κρανίου το οποίο βρίσκεται μεταξύ τού ηθμοειδούς προς τα εμπρός και τού ινιακού οστού προς τα πίσωδ) «σφηνοειδής κόλπος»ανατ. κοιλότητα μέσα στο σώμα τού σφηνοειδούς οστού, η οποία εκβάλλει στο κύτος τής μύτηςε) «σφηνοειδή οστά (τού ταρσού)»ανατ. τρία οστά τού πρόσθιου στοίχου τού ταρσού, αριθμούμενα από το έσω χείλος τού άκρου ποδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, -ηνός «σφήνα» + -ειδής*).
Dictionary of Greek. 2013.